δοξαστικάς — δοξαστικά̱ς , δοξαστικός forming opinions fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστάριον — το (Μ δοξαστάριον) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα δοξαστικά όλων τών εορτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. δοξαστός + (κατάλ.) άριον] … Dictionary of Greek
θεοτοκίον — το (Μ θεοτοκίον) [θεοτόκος] τροπάριο που αναφέρεται στη θεοτόκο και επισφραγίζει σειρά τροπαρίων, αντιφώνων κ.λπ.,ή ακολουθεί μεμονωμένα τροπάρια (εξαποστειλάρια, δοξαστικά κ.λπ.) … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… … Dictionary of Greek
ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι … Dictionary of Greek
ИЛАРИОН КИГАЛАС — [греч. ῾Ιλαρίων Κιγάλας] (4.10.1624, Никосия 1681 или 1682, К поль), архиеп. Кипрский (1674 1679). Сын священника и переводчика Матфея Кигаласа. Родители крестили его с именем Иероним в мон ре Агия Напа (ныне в центре г. Айия Напа). В 11 лет он… … Православная энциклопедия